- λογχομαχώ
- -έωμάχομαι με τη λόγχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -μαχῶ(< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχώ, ξιφο-μαχώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογχομαχώ — λογχομάχησα, πολεμώ με τη λόγχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογχομαχία — η [λογχομαχώ] 1. μάχη με λόγχες 2. άσκηση στον χειρισμό τής λόγχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογχομαχῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek